- ἱππόφαιστον
- ἱππόφαιστον, τό, a plant,A Centaurea spinosa, Dsc.4.160, Plin.HN 27.92, Ruf. ap. Orib.7.26.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱππόφαιστον — Centaurea spinosa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόφαιστον — ἱππόφαιοτον, τὸ (Α) το φυτό κενταύριον το ακανθώδες ή, κατ άλλη άποψη, το φυτό κίρσιον το αστρωτόν … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποφαές — το (Α ἱπποφαές) νεοελλ. βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας ελαιαγνίδες αρχ. 1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον 2. το φυτό ιππόφαιστον 3. είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φαές, ουδ. τού φαής < φάος, φῶς] … Dictionary of Greek